ξανθοκόμης

ξανθοκόμης
ξανθοκόμης, δωρ. τ. ξανθοκόμας, ὁ (Α)
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -κόμης / -κόμᾱς (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. λευκο-κόμης, χρυσο-κόμης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξανθοκόμης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθοκόμαι — ξανθοκόμης masc nom/voc pl ξανθοκόμᾱͅ , ξανθοκόμης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθοκομᾶν — ξανθοκόμης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθοκόμου — ξανθοκόμης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθόκομος — ξανθόκομος, ον (Α) (δ. γρφ·) ξανθοκόμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ξανθοκόμης] …   Dictionary of Greek

  • ξανθοκόμας — ξανθοκόμᾱς , ξανθοκόμης masc acc pl ξανθοκόμᾱς , ξανθοκόμης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”